Mittwoch, 15. Februar 2012

κεφαλαιο πρωτο
ανοιξα τα ματια μου σιγα σιγα και με το ζορι.ολα ειναι θολα.ειμαι στο πατωμα,διπλα μου δεκαδες χαρτια,δεν μπορω να διαβασω τι λενε,αδεια ποτηρια και δυο μπουκαλια ουισκι.το πατωμα ειναι γεματο τσιγαρα.προσπαθω να σηκωθω,το κεφαλι μου ειναι βαρυ,νομιζω πως λιωνω στον πυρετο.μια περιεργη σταγονα πεφτει στο μετωπο μου και με καιει,κοιταω πανω με μισοκλειστα ματια ,το ταβανι καιγεται,ολο το δωματιο λιωνει σαν κερι.προσπαθω να πιαστω απο καπου αλλα ειναι ολα υγρα και λιωμενα.τρεχω,ειμαι στο δρομο τωρα και τρεχω.φοραω μια μαυρη καπαρντινα ,η φωτια με κυνηγαει,ειναι η φωτια ή ο πυρετος μου?τρεχω.δεν μπορω να ανασανω και σταματαω να πιαστω απο ενα πεζουλι,ο κοσμος γυρναει γυρω μου και εγω προσπαθω να κρατησω ισορροπια πανω σε εναν δρομο φωτιας.ξυπναω παλι στο κρεβατι μου αυτη τη φορα.το κεφαλι μου ειναι ακομα βαρυ αλλα δεν εχω πυρετο.τα χαρτια και τα μπουκαλια ειναι ακομα στο πατωμα.παλι δεν μπορω να διαβασω τι λενε.τα χωνω στην τσεπη μου και τρεχω εξω.περπαταω μηχανικα πρως το μερος που ετρεχα πριν.ο δρομος ειναι ιδιος,αλλα δεν βλεπω το πεζουλι,ουτε τη φωτια.βρεχει,μαλλον η βροχη θα την εσβησε.γιατι ψαχνω την φωτια?πριν ετρεχα να ξεφυγω απο αυτην.βγαζω τα χαρτια απτην τσεπη που,τσαλακομενα,βρεχοντε.ωχ παλι δεν θα μπορω να τα διαβασω αν βραχουνε,σκεφτομαι.τρεχω κατω απο ενα υποστεγο ενος καφε.τα παραθυρα ειναι θολα,απο μεσα διακρινω μονο τις φιγουρες.διαβαζω.τα χαρτια μυριζουν ουισκι.θυμαμαι τα τσιγαρα μου.λες να βραχηκαν?βγαζω απο την τσεπη μου το πακετο και αναβω ενα.κοιταω για λιγο τη φλογα του αναπτηρα πριν τον αφησω να σβησει.η φωτια.. θυμαμαι.

το καφε εχει μια περιεργη μυρωδια.απο αυτες που σου θυμιζουν σπιτι,κατι οικειο.καθομαι διπλα στο θολο παραθυρο και το σκουπιζω με την ακρη της βρεγμενης ζακετας μου.κοιταω εξω μηπως και δω τη φωτια.και αν τη δω?θα τρεξω να την φτασω η θα τρεξω μακρια της?τα χαρτια ,τα αφηνω στο τραπεζι και διαβαζω δυνατα οτι μπορω να δω.θυμαμαι οτι ειμαι με κοσμο και τωρα διαβαζω απο μεσα μου.μπερδευομαι.τα ματια μου τσουζουν,τα τριβω και με ζαλιζει λιγο.απεναντι μου ενας αντρας με καπαρντινα. θυμαμαι την δικια μου.μα εγω δεν ειχα ποτε καπαρντινα.κοιταω παλι εξω.πουθενα η φωτια.
η βροχη σταματησε και ο αερας μυριζει βρεγμενο χωμα.μου θυμιζει την παιδικη μου ηλικια.μια μικρη σταγονα νοσταλγιας περναει γρηγορα απτο μυαλο μου και εξαφανιζετε πριν προλαβω να σκεφτω.ειμαι μονος μου ,οι δρομοι ειναι αδειοι.προς τα που ειναι το σπιτι?νιωθω χαμενος ,σαν καποιος να πηρε τους δρομους και να τους αλλαξε θεσεις.κοιταω γυρω μου να βρω κατι γνωστο.βλεπω στον απεναντι δρομο ενα καφε.ειναι το ιδιο καφε που ημουν πριν.μπαινω μεσα να σιγουρευτω,ολα ειναι ιδια,αλλα αυτη τη φορα μυριζει αλλιως,οχι και τοσο οικεια.το κεφαλι μου καιει.ο πυρετος,ερχετε παλι.ισως να ερθει και η φωτια.και αν ερθει,αυτη τη φορα θα τρεξω μεσα της.

κεφαλαιο δευτερο

ο καθρεφτης ειναι θολος απ τις ανασες μας.γραφω πανω του το ονομα σου.γυρναω το βλεμα μου πρως το κρεβατι μπας και σε δω αλλα εχεις φυγει.το ραδιο παιζει ακομα.τρυπαει το κεφαλι μου και το κλεινω.φτιαχνω καφε.φτιαχνω και για σενα.ποιος ξερει ισως γυρισεις με ενα καφασι μπυρες οπως τοτε.εξω ειναι νυχτα,τι ωρα να ειναι?ολα τα ρολογια μου πανε λαθος.δεν υπαρχει χρονος πια,δεν εχει και σημασια.δεν βρισκω τα ρουχα μου,το δωματιο ειναι αδειο,πιο αδειο και απο εμενα τον ιδιο.ο καθρεφτης ειναι ακομα εκει,οπως και το ονομα σου.τα παραθυρα ειναι και αυτα θολα,τα σκουπιζω βιαστικα με τα υδρομενα χερια μου και τα φωτα της πολης με τυφλωνουν.καπου εκει πρεπει  να εισαι,αναμεσα στα φωτα και στην κινηση.γυρνα πισω,σου εφτιαξα καφε.

κεφαλαιο τριτο

τα γραμματα στο χαρτι ειναι γνωστα.ειναι τα δικα σου μαλλον.δεν ξερω αν οντως δεν καταλαβαινω τι λενε η αν δεν θελω να καταλαβω.το δωματιο μυριζει αλκοολ,τα σεντονια μυριζουν σαν εσενα.ξημερωνει,εξω ολα ειναι μπλε,αλλα οχι το κανονικο μπλε ουτε το μπλε των ματιων σου,ειναι κατι αλλο,σαν το μπλε της μελανχολιας.πεταω τα σεντονια στην μπανιερα να πληθουν,δεν θελω να σε μυριζω πια.φυσαει και πεφτουν ολες οι φωτογραφιες απτον τοιχο μας,αλλα δεν με νοιαζει,τωρα το δωματιο δεν μυριζει πια αλκοολ και ουτε το ονομα σου ειναι πια στον καθρεφτη.ο καφες σου κρυωσε και τον πεταξα μαζι με τα τσιγαρα σου,δεν τα θελω,η μυρωδια τους μου θυμιζει το χτες.ειναι 5:20.τα ματια μου κλεινουν αλλα δεν θελω να κοιμηθω.οταν τα ξανανοιγω εισαι διπλα μου.δεν θελω να ξανακοιμιθω,γιατι ξερω πως οταν ξυπνησω δεν θα εισαι πια εκει.

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen